Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Η σφαγή των αλόγων...

Ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, «Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον», που μοιάζει εκπληκτικά με «Τα ζα» του Στρ. Μυριβήλη, που ανθολογείται στο βιβλίο της Γ΄ Γυμνασίου

Τα σκουξίματα εξακολουθούν. Δεν μπορεί να σκούζουν άνθρωποι έτσι τρομερά. Ο Κατ λέει:
«Πληγωμένα άλογα».
Δεν έχω ακούσει ποτέ μου άλογα να σκούζουν κι έτσι δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Είναι όλη η απελπισιά κι ο θρήνοs του κόσμου. Το πλάσμα που τραβάει μαρτύρια. Βογκά στο σκούξιμό τους ένας άγριος και τρομερός πόνος. Εμείς έχουμε γίνει άσπροι σαν το πανί. Ο Ντέτεριγκ ορθώνεται. «Για τ' όνομα του Θεού! Αποτελειώστε τα λοιπόν!»

Είναι χωρικός και ξέρει από άλογα. Αυτό τον αγγίζει στην καρδιά. Και σαν να γίνεται επίτηδες, τώρα ο βομβαρδισμός σχεδόν σταματά. Τα σκουξίματα των ζώων ακούγονται όλο και πιο ξεκάθαρα. Δεν ξέρεις πια πούθ΄ έρχεται ο βόγκοs μέσα σε τούτο τ' ασημόλουστο τοπίο, έτσι βυθισμένο που είναι τώρα στην απραξία. Ο θρήνος είν' αθώρητos, πλανιέται σαν φάντασμα. Παντού, μεταξύ ουρανού και γης, οι κραυγές απλώνονται απροσμέτρητα. Ο Ντέτεριγκ φωνάζει μανιασμένos: «Για τ' όνομα του Θεού! Αποτελειώστε τα! Αποτελειώστε τα, σαs λέω! Για τ' όνομα του Θεού!».
«Πρέπει να πάνε πρώτα να περιμαζέψουν τους ανθρώπous» λέει o Kατ.
Σηκωνόμαστε, πασχίζοντας ν' ανακαλύψουμε το μέρος. Αν βλέπαμε τα ζώα, θα υποφέραμε πιο λίγο απ' το θρήνο τους. Ο Μάγιερ έχει κανοκιάλι. Παρατηρούμε ένα σκοτεινό όγκο. Είναι μια ομάδα νοσοκόμοι με φορεία και κάτι μεγάλες μαύρες φιγούρες που τινάζονται. Είναι τα πληγωμένα άλογα. Μα δεν βρίσκονται όλα μαζεμένα εκεί. Μερικά τρέχουν ακόμη αφηνιασμένα, πέφτουν κάτω και πάλι σηκώνονται και ξαναρχίζουνε τον καλπασμό. Ένα απ' αυτά τρέχει με ανοιχτή κοιλιά. Τα σπλάχνα του κρέμονται. Σκοντάφτει και πέφτει, μα ξανασηκώνεται. Ο Ντέτεριγκ σηκώνει το τουφέκι του και σημαδεύει. Ο Κατ γυρίζει και τον πιάνει. «Τρελάθηκες;»
Ο Ντέτεριγκ τρέμει. Πετάει το τουφέκι του καταγής. Καθόμαστε και βουλώνουμε τ' αυτιά, μα οι θρήνοι του αλόγου, οι κραυγές της απελπισιάς του κι οι φριχτοί του οι βόγκοι φτάνουν μέσα μαs, φτάνουν παντού.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως όλοι μας είμαστε ικανοί να υποφέρουμε πολλά. Μα τούτη τη στιγμή, μαs πλημμυρίζει o ίδρωταs. Θέλουμε να σηκωθούμε, να φύγουμε τρέχοντας, αδιάφορο για πού φτάνει μονάχα να μην ακούμε τούτους τουs θρήνους. Κι ωστόσο δεν είν' άνθρωποι αυτοί που βογκάνε. Άλογα είναι. Πάλι τα φορεία ξεχωρίζουν από το σκοτεινό κουβάρι. Κατόπιν ακούγονται μερικές τουφεκιές. Οι μεγάλοι όγκοι κλονίζονται και πέφτουν. Επιτέλους! Μα το βάσανο δεν έχει τελειώσει ακόμη. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζυγώσουν τα λαβωμένα ζώα, που τρέχουν μακριά με αγωνία, κουβαλώντας μες στο μεγάλο κι ορθάνοιχτο στόμα τους ολάκερο τον πόνο. Μια φιγούρα πέφτει στα γόνατα. Μια τουφεκιά ένα άλογο πέφτει. Κατόπιν κι άλλο. Το τελευταίο στυλώνεται στα μπροστινά του πόδια και γυρίζει κύκλο, σαν τ' αλογάκια στα καρουσέλ, γυρίζει ολοένα πάνω στα άκαμπτα μπροστινά του πόδια. Φωs φανάρι, η ραχοκοκαλιά του είναι σπασμένη. Ο στρατιώτηs τρέχει κοντά του και του ρίχνει μια τουφεκιά. Αργά, ταπεινά, ο όγκος του ζώου πέφτει άψυχos στο χώμα. Τραβάμε από τ' αυτιά μας τα χέρια. Οι θρήνοι έχουν πάψει. Στον αέρα πλανιέται τώρα πια μονάχα ένας μακρόσυρτos αναστεναγμός που σβήνει. Υστερα, δεν υπάρχουν πια παρά μονάχα οι φωτοβολίδες, το σφύριγμα των οβίδων και τ' άστρα... Κι αυτό μαs φαίνεται σχεδόν καταπληκτικό.
Ο Ντέτεριγκ πηγαινοέρχεται βλαστημώνταs: «θα 'θελα να ξερα τι φταίνε τούτα τα ζωντανά». Σε λίγο, ξαναγυρίζει στο ίδιο θέμα. Η φωνή του ραγίζει, καθώς δηλώνει με επισημότητα σχεδόν: «Σας το λέω, σύντροφοι. Να πολεμάνε και τα ζώα είναι το μεγαλύτερο κρίμα του κόσμου!».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου